Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Ο Βασιλιάς (στίχοι)

Κόρη ανθούς εμάζωνε 
κι ανθούς εκορφωλόγα,
και στα κορφωλογήματα 
ο βασιλιάς επέρνα.

Δυο ρόδα της εζήτηξε 
και τέσσερα του δίδει,
κι ο βασιλιάς της χάρισε 
διαμάντι δαχτυλίδι.
Η μάνα τζη εμίλησε 
απού το παραθύρι.

Μωρή βρωμιά μωρή σκυλιά 
μωρή μαγαρισμένη.
Πε μου και δεν εντράπηκες 
να πάρεις δαχτυλίδι.

Απού 'χεις δώδεκα αδερφούς 
και δεκαεφτά ξαδέρφια,
έχεις κι αρραβωνιαστικό 
που πολεμά στα ξένα.

Εδά που θα ρθω θα το πω 
να δεις 'ντα θα σου κάνουν,
όλοι εκοντοσιμώνανε 
κι η μάνα τους το λέει.

Την δέρνουν δώδεκα αδερφοί 
και δεκαεφτά ξαδερφιά,
κι η μάνα και ο κύρης τση 
με τα σιδεροστάρια.

Και το κοντοβασίλεμα 
εψυχωμάχε η κόρη,
και η μάνα τση τη ρώτανε 
τι θέλεις να σου βάλω.

Θέλεις τα βα θελεις τα θα 
θέλεις τα βελουδένια,
γή θες τα χρυσοπράσινα 
που σου φερενε ο Γιάννης.
Μηδε τα βα μήδε τα θα 
μήδε τα βελουδένια,
μήδε τα χρυσοπράσινα 
που μου φερεν ο Γιάννης.

Θέλω το ρουχαλάκι μου 
τούτο το ματωμένο,
το άσπρο φουστανάκι μου 
το ματωβουρομένο.
Για να περάσει ο βασιλιάς 
και να το μάθει η χώρα,
πως μ' αδικοσκοτώσατε 
για ένα ματσάκι ρόδα.