Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Δημοτικά τραγούδια

Nίκη Μπιτάκου
Δημοτικά Τραγούδια 2017

Η μάγισσα [Δημοτικό τραγούδι]

Μαύρα μου χελιδόνια απ’ την έρημο,
κι άσπρα μου περιστέρια της ακρογιαλιάς,
αυτού ψηλά που πάτε κατ’ τον τόπο μου,
μηλιά ’χω στην αυλή μου και κονέψετε,
και πείτε της καλής μου, της γυναίκας μου:
Θέλει καλόγρια ας γίνει, θέλει ας παντρευτεί,
θέλει τα ρούχα ας βάψει, μαύρα να ντυθεί,
να μη με παντυχαίνει, μη με καρτερεί.
Τι εμένα με παντρέψαν δω στην Αρμενιά,
και πήρα Αρμενοπούλα, μάγισσας παιδί,
οπού μαγεύει τ’ άστρη και τον ουρανό,
μαγεύει τα πουλάκια και δεν απετούν,
μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε,
τη θάλασσα μαγεύει και δεν κυματεί,
μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν,
μαγεύει με κι εμένα και δεν έρχομαι.
Όντας κινάω για νά ’ρθω, χιόνια και βροχές,
κι όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελλώνω τ’ άλογό μου, ξεσελλώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται.

·       Ποιητικό υποκείμενο και αφηγητής της ιστορίας είναι ο νεαρός ήρωας που βρίσκεται παντρεμένος στην Αρμενία μακριά από τη γυναίκα του.Η κόρη της μάγισσας που γίνεται γυναίκα του ήρωα με τη βοήθεια της μαγείας.Η γυναίκα του νέου, που δεν γνωρίζει ακόμη την τύχη του συζύγου της.Προσωποποιημένα παρουσιάζονται τα χελιδόνια και τα περιστέρα, τα οποία καλούνται από τον ήρωα να μεταφέρουν στη γυναίκα του την είδηση για τον γάμο του στην ξενιτιά.

·       Η γυναίκα του ήρωα, η καλή του, όπως τη χαρακτηρίζει, βρίσκεται χωρίς εκείνον στην πατρίδα, μη γνωρίζοντας τίποτε για την τύχη του, να τον περιμένει καρτερικά. Παρά το γεγονός ότι η απουσία του θα μπορούσε να σημαίνει πως εκείνος είναι ακόμη και νεκρός, η γυναίκα του τον περιμένει υπομονετικά, χωρίς να αλλάζει τίποτα στη ζωή της, εφόσον σε ό,τι την αφορά εκείνος είναι ζωντανός και είναι πάντοτε ο σύζυγός της.
·       Η γυναίκα-μάγισσα παρουσιάζεται ως υπερβολικά ισχυρή, εφόσον μπορεί να έχει υπό τον έλεγχό της κάθε ζωντανό πλάσμα, μεταξύ αυτών και τον ήρωα, αλλά και όλα τα στοιχεία της φύσης. Ο ήρωας δεν δίνει για εκείνη κάποιον αξιολογικό χαρακτηρισμό, πέρα από το γεγονός ότι βρίσκεται εξαναγκαστικά εκεί εξαιτίας των μαγικών της δυνάμεων, γεγονός που υποδηλώνει πως η γυναίκα αυτή δεν έχει τον αναγκαίο σεβασμό απέναντι στις επιθυμίες του άντρα που έχει καθηλώσει στη χώρα της.
·       Αδιαφορεί για το γεγονός ότι αυτός έχει δική του οικογένεια στην πατρίδα του και τον εμποδίζει με κάθε τρόπο, όταν αυτός επιχειρεί να φύγει από την Αρμενία. Πρόκειται, άρα, για μια γυναίκα που εκμεταλλεύεται τις δυνάμεις της προκειμένου να επιτύχει τους ιδιοτελείς σκοπούς της.
·       Το στερεότυπο της απόλυτα πιστής συζύγου που περιμένει τον άνδρα της, για όσο καιρό κι αν αυτός λείπει, χωρίς να προχωρά τη δική της ζωή, αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό μια επιβεβλημένη κατάσταση για τις γυναίκες παλαιότερων εποχών. Οι γυναίκες, άλλωστε, βρίσκονταν υπό το διαρκή έλεγχο του κοινωνικού τους περίγυρου, οπότε δεν είχαν τη δυνατότητα να αψηφήσουν τη συζυγική τους ταυτότητα, χωρίς να δεχτούν αυστηρές επικρίσεις.
·       Η γυναίκα αυτή, επομένως, περιμένει καρτερικά, και θα μπορέσει να αλλάξει κάπως τη ζωή της, μόνο όταν θα λάβει την άδεια του συζύγου της, ο οποίος της δίνει μερικές εναλλακτικές επιλογές (νέος γάμος, χηρεία, μοναχικός βίος). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η γυναίκα βρισκόταν είτε υπό τον έλεγχο του πατέρα της είτε υπό τον έλεγχο του συζύγου της, και δεν είχε το δικαίωμα να λαμβάνει πρωτοβουλίες, ούτε για την ίδια της τη ζωή.
·       Το στερεότυπο της μάγισσας έχει προκύψει από τα ίδια δεδομένα καταπίεσης και ασφυκτικού ελέγχου των γυναικών. Εφόσον μόνο οι άνδρες είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αποφάσεις για τη μοίρα της οικογένειάς τους, οι γυναίκες έμεναν περιορισμένες στο ρόλο του εκτελεστή οδηγιών. Κλεισμένες στο σπίτι και ανήμπορες να αναλάβουν κατά δημόσιο τρόπο δράση, κατέφευγαν σε παρασκηνιακές ενέργειες και σε ό,τι θα μπορούσε να τους δημιουργήσει την ψευδαίσθηση έστω πως έχουν κάποιον έλεγχο πάνω στη ζωή τους. Τα μάγια προέκυψαν ακριβώς μέσα από αυτό το παρασκηνιακό πλαίσιο δράσης κι από τη διαρκή επιθυμία των γυναικών να λάβουν κι αυτές το δικαίωμα να επηρεάζουν καταστάσεις και ανθρώπους.
·        Πατώντας στην αμάθεια, στο φόβο και στις προκαταλήψεις των ανθρώπων της εποχής τους, ορισμένες γυναίκες ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να ελέγξουν τους άλλους με μαγικά ξόρκια, φίλτρα και κατάρες∙ στοιχεία που δεν απαιτούσαν ούτε σωματική ρώμη, μα ούτε και κοινωνική αναγνώριση, που αποτελούσαν τη βάση της ισχύος των ανδρών. Με όχημα το φόβο της άγνοιας, επομένως, στα παλαιότερα χρόνια βρήκαν την ευκαιρία κάποιες γυναίκες να διεκδικήσουν για τον εαυτό τους ένα μερίδιο δύναμης, εφόσον ο κόσμος τις αντιμετώπιζε με δέος και έτρεμε την οργή τους.
·       Ας προσεχθεί, βέβαια, πως η ισχυρότερη δύναμη των γυναικών, η ερωτική έλξη που ασκούσαν στους άνδρες, αποδιδόταν αρκετά συχνά σε παρέμβαση μαγείας, ιδίως όταν ο άνδρας-θύμα ήταν παντρεμένος ή συσχετιζόταν με μια γυναίκα που δεν βρισκόταν σε αντάξια για εκείνον κοινωνική θέση. Αφού ούτε η συνειδητή μοιχεία μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αλλά ούτε κι ένας νέος άντρας να έλκεται από μία μεγαλύτερη γυναίκα ή ένας πλούσιος από μία φτωχή, η υποτιθέμενη παρέμβαση μαγείας προσέφερε μια βολική εξήγηση. 








Συντελεστές

Πολιτιστικό Πρόγραμμα Α’ Λυκείου  για το δημοτικό τραγούδι.
Μαθητές
ΒΙΤΖΗΛΑΙΟΥ  ΒΙΡΓΙΝΙΑ
ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ  ΜΑΡΙΑ
ΓΕΛΑΔΑΡΗ ΕΥΤΥΧΙΑ
ΓΚΑΡΤΖΙΟΥ ΑΡΕΤΗ
ΓΚΟΜΕΣΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
ΚΑΛΠΑΚΗ ΕΥΣΤΡΑΤΙΑ
ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ ΜΑΡΙΑ
ΚΙΚΙΔΑΚΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ
ΚΟΛΟΒΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΚΩΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
ΛΥΚΟΥΡΕΣΗ ΕΥΓΕΝΙΑ
ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ
ΜΑΚΡΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΜΑΝΕΣΙΩΤΗ ΦΩΤΕΙΝΗ
ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ ΑΦΡΟΔΙΤΗ-ΜΑΡΙΑ
ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ
ΜΠΙΤΑΚΟΥ ΝΙΚΗ
ΠΑΓΩΝΗ ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΑΡΙΑ
ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΠΑΠΑΡΙΖΟΣ ΡΙΖΟΣ
ΠΛΑΦΟΥΝΤΖΗ ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΙΝΑ
ΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑ
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΡΑΜΠΑΤΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΤΑΘΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΝΩΡΑΙΑ
ΣΤΡΟΥΓΚΑΡΙΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ
ΤΟΤΣΙΚΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ-ΕΙΡΗΝΗ
ΤΣΙΑΝΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ
ΤΣΟΥΝΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ
ΦΡΑΓΓΟΥ ΙΣΜΗΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΡΛΟΤΕ


Υπεύθυνοι Καθηγητές
Ανδρουλάκη Ειρήνη

Τάτσιος Βασίλειος

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Τρικαλινή μου Πέρδικα και Λαρσινή τρυγόνα


Καραγκούνα


Καραγκούνηδες


Με τους καραγκούνηδες του Θεσσαλικού κάμπου ασχολήθηκαν πολλοί συγγραφείς και έγιναν πολλές συζητήσεις. Παρόλο που υπάρχουν πολλές απόψεις, για την προέλευση του όρου «Καραγκούνης», το θέμα παραμένει ανοιχτό και η παραγωγή της λέξης «καραγκούνης» ακόμα και στις ημέρες μας αποτελεί ένα αίνιγμα. Περιληπτικά αναφέρουμε μόνο τις κυριότερες απόψεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς:
 α) Μερικοί υποστηρίζουν ότι η παραγωγή της λέξης καραγκούνης προέρχεται  από το τουρκικό kara = μαύρος, μαυριδερός, μελαχρινός και το αρβανίτικο γκούν = σιγκούνα, δηλαδή μαύρο ένδυμα.
 β) Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι έγινε από το τούρκικο kara  και από το λατινικό gunna = γούνα, δηλαδή μαύρη γούνα
γ) Κατ΄ άλλους η λέξη προέρχεται από το kara και Yunan = Έλληνας,  Τούρκος (μαύρος), καθαρός Έλληνας ή μαύρος Έλληνας. Με τα ονόματα Γιουνάν και Γιουνανιστάν, που παραλήφθηκαν από τους άλλους γειτονικούς λαούς, ονομάζονται και σήμερα από τους Πέρσες και Τούρκους, οι Έλληνες και η Ελλάδα.
δ) Τέλος υποστηρίζεται και η άποψη ότι ή λέξη προέρχεται από τις  αρχαιοελληνικές λέξεις κάρα = κεφαλή και το ρήμα κινώ, από το γεγονός ότι ο καραγκούνης είναι ολιγόλογος και απαντά συνήθως στις ερωτήσεις με το κούνημα της κεφαλής. Το κούνημα του κεφαλιού στο διάλογο δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των Καραγκούνηδων, αλλά των ανθρώπων όλου του κόσμου. Πολλές φορές οι άνθρωποι συνεννοούνται καλύτερα με τη γλώσσα του σώματος και τα νοήματα, παρά με τις λέξεις.
Οι καραγκούνηδες είναι η ενότητα του Ελληνικού αγροτικού πληθυσμού με ευδιάκριτα κοινωνικά και πολιτιστικά γνωρίσματα, η οποία κατοικεί κατ’ εξοχήν στη δυτική λεκάνη της Θεσσαλικής πεδιάδας στους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Σύμφωνα με την γνώμη άλλων, οφείλουν την ονομασία τους στη συνήθεια να κουνούν το κεφάλι τους μιλώντας. Αυτός που κουνάει την κάρα ονομάστηκε Καραγκούνης. Από ότι γνωρίζουμε οι καραγκούνηδες δεν φορούσαν κάποιο ένδυμα από δέρμα ζώου. Οι άνδρες και τα παιδιά φορούσαν το «σάκο», που κατασκευαζόταν από μάλλινο ύφασμα που το ύφαιναν στον αργαλειό. Οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν το «φλουκάτο» και τη «σιγκούνα» που επίσης ήταν μάλλινα. Γούνα από δέρματα ζώων χρησιμοποιούσαν μόνο οι τσοπάνηδες, για προστασία από το κρύο και για σκέπασμα κατά τη διάρκεια του ύπνου, που όμως δεν ήταν μαύρη, αλλά άσπρη. Κατασκευαζόταν από κατεργασμένα δέρματα μικρών αρνιών (αρνιακά) και ραβόταν με κερωμένο σπάγκο, έτσι ώστε το δέρμα να είναι προς τα έξω και το μαλλί του δέρματος προς τα μέσα. Η γούνα ήταν μακριά και τα μανίκια της ήταν εικονικά, δηλαδή δεν περνούσαν μέσα τα χέρια. Την έριχναν στους ώμους. Το εξωτερικό χρώμα ήταν λευκό και το εσωτερικό της μαύρο, λευκό ή ασπρόμαυρο, ανάλογα με το χρώμα που είχαν τα αρνιά.
    Οι κάτοικοι του κάμπου (καραγκούνηδες) από την αρχαιότητα μέχρι τα τελευταία χρόνια, που απόχτησαν ιδιοκτησία, ανήκαν αποκλειστικά στον γαιοκτήμονα ή τσιφλικά, χωρίς να έχουν ελευθερία και δικαιώματα, αν και αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων της Θεσσαλίας. Ακόμα και όταν τα κτήματα αυτά, άλλαζαν γαιοκτήμονα ή τσιφλικά, οι καλλιεργητές τους, ως υποτακτικοί, μεταβιβάζονταν στο καινούργιο αφεντικό αδιαμαρτύρητα και συνέχιζαν την προσφορά της εργασίας τους, σύμφωνα με το απάνθρωπο σύστημα της δουλοπαροικίας που επικρατούσε. Σε όλες τις περιόδους, από την αρχαιότητα μέχρι και την Τουρκοκρατία, το σύστημα της δουλοπαροικίας εφαρμόστηκε άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε σκληρότερα σε βάρος των Καραγκούνηδων, οι οποίοι δεν έκαναν μαζικές μετακινήσεις από τη μια περιοχή στην άλλη σε καμιά περίοδο του βίου τους. Από τη Θεσσαλία πέρασαν διάφοροι λαοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν προσωρινά στον κάμπο, αλλά ποτέ δεν εξοντώθηκαν οι αυτόχθονες και μόνιμοι κάτοικοι του Θεσσαλικού χώρου. Παρ’ όλες τις επιδρομές που δέχτηκαν οι άνθρωποι του κάμπου, τελικά επέζησαν.
Καλλιεργούσαν τα κτήματα των τσιφλικάδων, οι οποίοι τους παραχωρούσαν ένα χώρο να διαμένουν αυτοί και το ζευγάρι τους. Κοντά στην κατοικία τους παραχωρούσαν και ένα μικρό κομμάτι γης στον οποίο μπορούσαν να καλλιεργήσουν λίγα σκόρδα, κρεμμύδια, λάχανα, πράσα, μελιτζάνες, κ.λ.π., χωρίς να δίνουν μερίδιο στον ιδιοκτήτη. Τα δικαιώματά τους ήταν ελάχιστα και η εξουσία  των τσιφλικάδων πάνω τους ήταν απόλυτη. Οι περισσότεροι ήταν θύματα της  βαριάς εκμετάλλευσης και καταπίεσης των μπέηδων και των επιστατών τους καθώς και των τοκογλύφων, στους οποίους ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν για να ξεπληρώσουν τα βαρύτατα χρέη τους. Η ζωή τους ήταν σκληρή και απάνθρωπη. Πέρα από τη στυγνή εκμετάλλευση των αφεντικών είχαν να παλέψουν και με τις κλιματολογικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες έζησαν οι καραγκούνηδες μέσα στους αιώνες. Ζούσαν μέσα στους βάλτους και τα γεμάτα λάσπη χωριά τους. Όλα αυτά αποτελούσαν το πανάθλιο περιβάλλον και δημιουργούσαν μια επικίνδυνη κατάσταση με σοβαρές επιπτώσεις πάνω στην υγεία των ανθρώπων. Η ελονοσία με τις θέρμες, η πνευμονία και η φυματίωση θέριζαν τους ανθρώπους, χωρίς αυτοί να έχουν τα μέσα για να αμυνθούν. Η θνησιμότητα των μικρών παιδιών κυρίως από την ελονοσία έκανε θραύση. Αυτός είναι και ένας λόγος που οι πρόγονοί μας έκαμαν πολλά παιδιά. Όσα και να πεθάνουν, έλεγαν, πάλι θα μείνουν για να συνεχίσουν τη ζωή. 
           Εκείνο που φωτίζει έντονα την άθλια ζωή του καραγκούνικου αγροτικού πληθυσμού είναι ο μέσος όρος ζωής τους. Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, μόνο το 14,58% των αγροτών είχαν ηλικία άνω των 45 ετών. Από έρευνά μας στα  Μητρώα της Κοινότητας Μεγάλων Καλυβίωντου 1843 και τα Δημοτολόγια του 1914 διαπιστώσαμε ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών σπάνιζαν και ήταν κυρίως γυναίκες.

Σαρακατσάνοι


                                                                     Σαρακατσάνοι 

Καραγκούνικη Ζωή


                                                                Καραγκούνικη Ζωή

Στολή Καραγκούνας


                                                                   Στολή Καραγκούνας

Θερισμός στον κάμπο της Θεσσαλίας


                                                    Θερισμός στον κάμπο της Θεσσαλίας

Θερισμός


                                                                        Θερισμός 

επεξεργασία μαλλιού

                               
                                                                      επεξεργασία μαλλιού

Βλάχικος Γάμος

 
                                                                    Βλάχικος Γάμος

Βλάχικη Καλύβα

                                                             
                                                                   Βλάχικη Καλύβα

Σκηνή καθημερινής ζωής των Βλάχων


                                                          Σκηνή  καθημερινής ζωής των Βλάχων

Βλάχικη Κοινότητα




                                                                 Βλάχικη Κοινότητα

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Ξενιτεμένο μου πουλί (Στίχοι)


  Ξενιτεμένο μου πουλί  (Στίχοι)   

Περιοχή:   Ήπειρος

Ξενιτεμένο πουλί
και παραπονεμένο
μωρέ ξένε μου
και παραπονεμένο.

Η ξενιτιά σε χαίρεται
κι εγώ έχω τον καημό σου
μωρέ ξένε μου
κι εγώ έχω τον καημό σου.

Τι να σου στείλω ξένε μου
ν’ αυτού στα ξένα πού ‘σαι
μωρέ ξένε μου
ν’ αυτού στα ξένα πού ‘σαι.

Να στείλω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει
μωρέ ξένε μου
κυδώνι μαραγκιάζει.

Να στείλω και το δάκρυ μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι
μωρέ ξένε μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι.

Το δάκρυ μου ‘ναι καυτερό
και καίει το μαντήλι
μωρέ ξένε μου
και καίει το μαντήλι.

Λόγοι δημιουργίας τραγουδιών ξενιτιάς

Λόγοι δημιουργίας τραγουδιών ξενιτιάς

Ο ξενιτεμός είναι πολύ παλιός πόνος για τον Έλληνα. Η άγονη γη του, που τα λιγοστά αγαθά της δεν έφταναν να τον θρέψουν, αλλά και λόγοι πολιτικοί και κοινωνικοί, πολλές φορές, από τα αρχαία χρόνια, τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, στεριανοί και νησιώτες, ποτάμι ασταμάτητο μέσα στους αιώνες, ξεκίνησαν με βαριά καρδιά για τα «έρημα τα ξένα».

Τα περισσότερα από τα δημοτικά μας τραγούδια της ξενιτιάς είναι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε πάλι οι Έλληνες, κυνηγημένοι από τη φτώχεια και τους κατατρεγμούς του αλλόθρησκου τυράννου, έπαιρναν το δύσκολο δρόμο του ξενιτεμού, με την άσβηστη ελπίδα να γυρίσουν κάποτε στην πατρίδα τους και ν’ αναπαυτούν στα χώματά της.

Γι’ αυτό η αναχώρηση ήταν ένα μεγάλο θλιβερό γεγονός. Όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο γεύμα του αποχωρισμού. Βαρύς ήταν ο πόνος αυτού που έφευγε, βαρύς κι ο πόνος αυτών που τον ξεπροβόδιζαν, και ξεσπούσε σε τραγούδια λυπητερά. Από κείνη κιόλας τη μέρα του αποχαιρετισμού τα συγγενικά πρόσωπα που μένουν στην πατρίδα, μ’ άλλα τραγούδια, λυπητερά κι εκείνα, γεμάτα πάθος και συγκίνηση, θρηνούν το γιο, τον αδελφό, τον αγαπημένο που ζει στα «μαύρα ξένα».

Ο ίδιος ο ξενιτεμένος περνά μαύρη ζωή. Η ξένη χώρα όπου βρίσκεται είναι τόπος αφάνταστα μακρινός, γεμάτος δυστυχία και βάσανα. Πολλοί κίνδυνοι τον παραμονεύουν, μοναξιά, αρρώστιες, θάνατος στα ξένα, μάγισσες που του κόβουν το δρόμο του γυρισμού, πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχεί μέσα του η αβάσταχτη νοσταλγία για την πατρική γη και τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Σπάνια τύχη ο γυρισμός και μεγάλη χαρά.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Ο Βασιλιάς (στίχοι)

Κόρη ανθούς εμάζωνε 
κι ανθούς εκορφωλόγα,
και στα κορφωλογήματα 
ο βασιλιάς επέρνα.

Δυο ρόδα της εζήτηξε 
και τέσσερα του δίδει,
κι ο βασιλιάς της χάρισε 
διαμάντι δαχτυλίδι.
Η μάνα τζη εμίλησε 
απού το παραθύρι.

Μωρή βρωμιά μωρή σκυλιά 
μωρή μαγαρισμένη.
Πε μου και δεν εντράπηκες 
να πάρεις δαχτυλίδι.

Απού 'χεις δώδεκα αδερφούς 
και δεκαεφτά ξαδέρφια,
έχεις κι αρραβωνιαστικό 
που πολεμά στα ξένα.

Εδά που θα ρθω θα το πω 
να δεις 'ντα θα σου κάνουν,
όλοι εκοντοσιμώνανε 
κι η μάνα τους το λέει.

Την δέρνουν δώδεκα αδερφοί 
και δεκαεφτά ξαδερφιά,
κι η μάνα και ο κύρης τση 
με τα σιδεροστάρια.

Και το κοντοβασίλεμα 
εψυχωμάχε η κόρη,
και η μάνα τση τη ρώτανε 
τι θέλεις να σου βάλω.

Θέλεις τα βα θελεις τα θα 
θέλεις τα βελουδένια,
γή θες τα χρυσοπράσινα 
που σου φερενε ο Γιάννης.
Μηδε τα βα μήδε τα θα 
μήδε τα βελουδένια,
μήδε τα χρυσοπράσινα 
που μου φερεν ο Γιάννης.

Θέλω το ρουχαλάκι μου 
τούτο το ματωμένο,
το άσπρο φουστανάκι μου 
το ματωβουρομένο.
Για να περάσει ο βασιλιάς 
και να το μάθει η χώρα,
πως μ' αδικοσκοτώσατε 
για ένα ματσάκι ρόδα.