Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

Καραγκούνηδες


Με τους καραγκούνηδες του Θεσσαλικού κάμπου ασχολήθηκαν πολλοί συγγραφείς και έγιναν πολλές συζητήσεις. Παρόλο που υπάρχουν πολλές απόψεις, για την προέλευση του όρου «Καραγκούνης», το θέμα παραμένει ανοιχτό και η παραγωγή της λέξης «καραγκούνης» ακόμα και στις ημέρες μας αποτελεί ένα αίνιγμα. Περιληπτικά αναφέρουμε μόνο τις κυριότερες απόψεις που διατυπώθηκαν κατά καιρούς:
 α) Μερικοί υποστηρίζουν ότι η παραγωγή της λέξης καραγκούνης προέρχεται  από το τουρκικό kara = μαύρος, μαυριδερός, μελαχρινός και το αρβανίτικο γκούν = σιγκούνα, δηλαδή μαύρο ένδυμα.
 β) Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι έγινε από το τούρκικο kara  και από το λατινικό gunna = γούνα, δηλαδή μαύρη γούνα
γ) Κατ΄ άλλους η λέξη προέρχεται από το kara και Yunan = Έλληνας,  Τούρκος (μαύρος), καθαρός Έλληνας ή μαύρος Έλληνας. Με τα ονόματα Γιουνάν και Γιουνανιστάν, που παραλήφθηκαν από τους άλλους γειτονικούς λαούς, ονομάζονται και σήμερα από τους Πέρσες και Τούρκους, οι Έλληνες και η Ελλάδα.
δ) Τέλος υποστηρίζεται και η άποψη ότι ή λέξη προέρχεται από τις  αρχαιοελληνικές λέξεις κάρα = κεφαλή και το ρήμα κινώ, από το γεγονός ότι ο καραγκούνης είναι ολιγόλογος και απαντά συνήθως στις ερωτήσεις με το κούνημα της κεφαλής. Το κούνημα του κεφαλιού στο διάλογο δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των Καραγκούνηδων, αλλά των ανθρώπων όλου του κόσμου. Πολλές φορές οι άνθρωποι συνεννοούνται καλύτερα με τη γλώσσα του σώματος και τα νοήματα, παρά με τις λέξεις.
Οι καραγκούνηδες είναι η ενότητα του Ελληνικού αγροτικού πληθυσμού με ευδιάκριτα κοινωνικά και πολιτιστικά γνωρίσματα, η οποία κατοικεί κατ’ εξοχήν στη δυτική λεκάνη της Θεσσαλικής πεδιάδας στους νομούς Καρδίτσας και Τρικάλων. Σύμφωνα με την γνώμη άλλων, οφείλουν την ονομασία τους στη συνήθεια να κουνούν το κεφάλι τους μιλώντας. Αυτός που κουνάει την κάρα ονομάστηκε Καραγκούνης. Από ότι γνωρίζουμε οι καραγκούνηδες δεν φορούσαν κάποιο ένδυμα από δέρμα ζώου. Οι άνδρες και τα παιδιά φορούσαν το «σάκο», που κατασκευαζόταν από μάλλινο ύφασμα που το ύφαιναν στον αργαλειό. Οι μεγαλύτερες γυναίκες φορούσαν το «φλουκάτο» και τη «σιγκούνα» που επίσης ήταν μάλλινα. Γούνα από δέρματα ζώων χρησιμοποιούσαν μόνο οι τσοπάνηδες, για προστασία από το κρύο και για σκέπασμα κατά τη διάρκεια του ύπνου, που όμως δεν ήταν μαύρη, αλλά άσπρη. Κατασκευαζόταν από κατεργασμένα δέρματα μικρών αρνιών (αρνιακά) και ραβόταν με κερωμένο σπάγκο, έτσι ώστε το δέρμα να είναι προς τα έξω και το μαλλί του δέρματος προς τα μέσα. Η γούνα ήταν μακριά και τα μανίκια της ήταν εικονικά, δηλαδή δεν περνούσαν μέσα τα χέρια. Την έριχναν στους ώμους. Το εξωτερικό χρώμα ήταν λευκό και το εσωτερικό της μαύρο, λευκό ή ασπρόμαυρο, ανάλογα με το χρώμα που είχαν τα αρνιά.
    Οι κάτοικοι του κάμπου (καραγκούνηδες) από την αρχαιότητα μέχρι τα τελευταία χρόνια, που απόχτησαν ιδιοκτησία, ανήκαν αποκλειστικά στον γαιοκτήμονα ή τσιφλικά, χωρίς να έχουν ελευθερία και δικαιώματα, αν και αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων της Θεσσαλίας. Ακόμα και όταν τα κτήματα αυτά, άλλαζαν γαιοκτήμονα ή τσιφλικά, οι καλλιεργητές τους, ως υποτακτικοί, μεταβιβάζονταν στο καινούργιο αφεντικό αδιαμαρτύρητα και συνέχιζαν την προσφορά της εργασίας τους, σύμφωνα με το απάνθρωπο σύστημα της δουλοπαροικίας που επικρατούσε. Σε όλες τις περιόδους, από την αρχαιότητα μέχρι και την Τουρκοκρατία, το σύστημα της δουλοπαροικίας εφαρμόστηκε άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε σκληρότερα σε βάρος των Καραγκούνηδων, οι οποίοι δεν έκαναν μαζικές μετακινήσεις από τη μια περιοχή στην άλλη σε καμιά περίοδο του βίου τους. Από τη Θεσσαλία πέρασαν διάφοροι λαοί, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν προσωρινά στον κάμπο, αλλά ποτέ δεν εξοντώθηκαν οι αυτόχθονες και μόνιμοι κάτοικοι του Θεσσαλικού χώρου. Παρ’ όλες τις επιδρομές που δέχτηκαν οι άνθρωποι του κάμπου, τελικά επέζησαν.
Καλλιεργούσαν τα κτήματα των τσιφλικάδων, οι οποίοι τους παραχωρούσαν ένα χώρο να διαμένουν αυτοί και το ζευγάρι τους. Κοντά στην κατοικία τους παραχωρούσαν και ένα μικρό κομμάτι γης στον οποίο μπορούσαν να καλλιεργήσουν λίγα σκόρδα, κρεμμύδια, λάχανα, πράσα, μελιτζάνες, κ.λ.π., χωρίς να δίνουν μερίδιο στον ιδιοκτήτη. Τα δικαιώματά τους ήταν ελάχιστα και η εξουσία  των τσιφλικάδων πάνω τους ήταν απόλυτη. Οι περισσότεροι ήταν θύματα της  βαριάς εκμετάλλευσης και καταπίεσης των μπέηδων και των επιστατών τους καθώς και των τοκογλύφων, στους οποίους ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν για να ξεπληρώσουν τα βαρύτατα χρέη τους. Η ζωή τους ήταν σκληρή και απάνθρωπη. Πέρα από τη στυγνή εκμετάλλευση των αφεντικών είχαν να παλέψουν και με τις κλιματολογικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες έζησαν οι καραγκούνηδες μέσα στους αιώνες. Ζούσαν μέσα στους βάλτους και τα γεμάτα λάσπη χωριά τους. Όλα αυτά αποτελούσαν το πανάθλιο περιβάλλον και δημιουργούσαν μια επικίνδυνη κατάσταση με σοβαρές επιπτώσεις πάνω στην υγεία των ανθρώπων. Η ελονοσία με τις θέρμες, η πνευμονία και η φυματίωση θέριζαν τους ανθρώπους, χωρίς αυτοί να έχουν τα μέσα για να αμυνθούν. Η θνησιμότητα των μικρών παιδιών κυρίως από την ελονοσία έκανε θραύση. Αυτός είναι και ένας λόγος που οι πρόγονοί μας έκαμαν πολλά παιδιά. Όσα και να πεθάνουν, έλεγαν, πάλι θα μείνουν για να συνεχίσουν τη ζωή. 
           Εκείνο που φωτίζει έντονα την άθλια ζωή του καραγκούνικου αγροτικού πληθυσμού είναι ο μέσος όρος ζωής τους. Σύμφωνα με την απογραφή του 1881, μόνο το 14,58% των αγροτών είχαν ηλικία άνω των 45 ετών. Από έρευνά μας στα  Μητρώα της Κοινότητας Μεγάλων Καλυβίωντου 1843 και τα Δημοτολόγια του 1914 διαπιστώσαμε ότι τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών σπάνιζαν και ήταν κυρίως γυναίκες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου