Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Ξενιτεμένο μου πουλί (Στίχοι)


  Ξενιτεμένο μου πουλί  (Στίχοι)   

Περιοχή:   Ήπειρος

Ξενιτεμένο πουλί
και παραπονεμένο
μωρέ ξένε μου
και παραπονεμένο.

Η ξενιτιά σε χαίρεται
κι εγώ έχω τον καημό σου
μωρέ ξένε μου
κι εγώ έχω τον καημό σου.

Τι να σου στείλω ξένε μου
ν’ αυτού στα ξένα πού ‘σαι
μωρέ ξένε μου
ν’ αυτού στα ξένα πού ‘σαι.

Να στείλω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει
μωρέ ξένε μου
κυδώνι μαραγκιάζει.

Να στείλω και το δάκρυ μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι
μωρέ ξένε μου
σ’ ένα χρυσό μαντήλι.

Το δάκρυ μου ‘ναι καυτερό
και καίει το μαντήλι
μωρέ ξένε μου
και καίει το μαντήλι.

Λόγοι δημιουργίας τραγουδιών ξενιτιάς

Λόγοι δημιουργίας τραγουδιών ξενιτιάς

Ο ξενιτεμός είναι πολύ παλιός πόνος για τον Έλληνα. Η άγονη γη του, που τα λιγοστά αγαθά της δεν έφταναν να τον θρέψουν, αλλά και λόγοι πολιτικοί και κοινωνικοί, πολλές φορές, από τα αρχαία χρόνια, τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί. Άνθρωποι από κάθε γωνιά της ελληνικής γης, στεριανοί και νησιώτες, ποτάμι ασταμάτητο μέσα στους αιώνες, ξεκίνησαν με βαριά καρδιά για τα «έρημα τα ξένα».

Τα περισσότερα από τα δημοτικά μας τραγούδια της ξενιτιάς είναι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τότε πάλι οι Έλληνες, κυνηγημένοι από τη φτώχεια και τους κατατρεγμούς του αλλόθρησκου τυράννου, έπαιρναν το δύσκολο δρόμο του ξενιτεμού, με την άσβηστη ελπίδα να γυρίσουν κάποτε στην πατρίδα τους και ν’ αναπαυτούν στα χώματά της.

Γι’ αυτό η αναχώρηση ήταν ένα μεγάλο θλιβερό γεγονός. Όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν στο γεύμα του αποχωρισμού. Βαρύς ήταν ο πόνος αυτού που έφευγε, βαρύς κι ο πόνος αυτών που τον ξεπροβόδιζαν, και ξεσπούσε σε τραγούδια λυπητερά. Από κείνη κιόλας τη μέρα του αποχαιρετισμού τα συγγενικά πρόσωπα που μένουν στην πατρίδα, μ’ άλλα τραγούδια, λυπητερά κι εκείνα, γεμάτα πάθος και συγκίνηση, θρηνούν το γιο, τον αδελφό, τον αγαπημένο που ζει στα «μαύρα ξένα».

Ο ίδιος ο ξενιτεμένος περνά μαύρη ζωή. Η ξένη χώρα όπου βρίσκεται είναι τόπος αφάνταστα μακρινός, γεμάτος δυστυχία και βάσανα. Πολλοί κίνδυνοι τον παραμονεύουν, μοναξιά, αρρώστιες, θάνατος στα ξένα, μάγισσες που του κόβουν το δρόμο του γυρισμού, πάνω απ’ όλα όμως κυριαρχεί μέσα του η αβάσταχτη νοσταλγία για την πατρική γη και τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Σπάνια τύχη ο γυρισμός και μεγάλη χαρά.